-
1 деление
1. мат., биол. η διαίρεση- надвое η διχοτομία, η διχοτόμηση- на отрезки ο διαχωρισμός σε τμήματα, ο διαμερισμός- на три части - στα τρία, ο διαχωρισμός σε τρία τμήματαполюсное - эл. το πολικό βήμα3. (яд.физ.) η διάσπαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деление